- ενευδοκιμώ
- ἐνευδοκιμῶ, -έω (Α)1. ευδοκιμώ σε κάτι ή με κάτι, αποκτώ δόξα, φήμη, έπαινο από κάτι («ἀλλοτρίοις σφάλμασιν ἐνευδοκιμεῑν», Πλούτ.)2. χαίρω εκτιμήσεως, υπολήψεως από κάποιον («Αἰοχίνης ἐνευδοκίμει τοῑς Μακεδόσιν», Αιλ.).
Dictionary of Greek. 2013.